Ένα από τα πρώτα κατεπείγοντα μέτρα που εισήχθη με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου για την αντιμετώπιση του περιορισμού της διασποράς του κορονοϊού COVID-19 στην ελληνική επικράτεια ήταν και η δυνατότητα οποιασδήποτε αναθέτουσας αρχής να προβαίνει, κατ’ εξαίρεση, σε απευθείας αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών και προμηθειών, κατά παρέκκλιση των κείμενων εθνικών διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων (ν. 4412/2016).
Ι. Έκτακτο νομοθετικό πλαίσιο για απευθείας αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων
Η εξαιρετική αυτή δυνατότητα χορηγήθηκε στις αναθέτουσες αρχές και στους αναθέτοντες φορείς συνεπεία της επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για τον περιορισμό της διασποράς του ιού, με γνώμονα την προστασία της δημόσιας υγείας καθώς και την παροχή ευελιξίας και ταχύτητας στις αρχές για την αντιμετώπιση της κρίσης, και πάντως για περιορισμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται, κατά περίπτωση, από τις εκάστοτε διατάξεις των Π.Ν.Π.
Έτσι, δυνάμει του θεσμοθετηθέντος έκτακτου νομοθετικού πλαισίου (βλ. ενδεικτικά άρθρο 8 της Π.Ν.Π. της 11.03.2020, άρθρο 26 της Π.Ν.Π. της 14.03.2020, άρθρα 34 και 65 της Π.Ν.Π. της 20.03.2020) προβλέφθηκε ότι για ορισμένες υπηρεσίες (όπως η καθαριότητα, φύλαξη, απολύμανση, οι υπηρεσίες γευμάτων, υγείας και πληροφορικής), καθώς και για την προμήθεια ορισμένων αγαθών (υγειονομικό υλικό, είδη ατομικής και συλλογικής προστασίας, εξοπλισμός πληροφορικής κ.ά.) οι αναθέτουσες αρχές έχουν τη δυνατότητα, εφόσον υφίσταται άμεση και αδήριτη ανάγκη λήψης των εν λόγω υπηρεσιών και προμηθειών και ανεξαρτήτως αν οι εν λόγω υπηρεσίες ζητούνται ενιαία ή τμηματικά, να προσφεύγουν στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, κατά παρέκκλιση των υφιστάμενων διατάξεων του ν. 4412/2016, και της παρακολούθησης των κατώτατων ορίων για την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης.
Με την υπαγωγή τους στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία, κατά παρέκκλιση των διαδικασιών του νόμου 4412/2016, επιτυγχάνεται ταχύτητα και αμεσότητα, δεδομένου ότι οι αρχές δύνανται να προβούν σε απευθείας ανάθεση σε ένα οικονομικό φορέα βάσει προσφοράς του, χωρίς να χρειάζεται να κάνουν έρευνα αγοράς για λήψη περισσότερων προσφορών. Επιπλέον, παρέχεται στις αναθέτουσες αρχές ευελιξία όχι μόνο όσον αφορά στην επιλογή της διαδικασίας ανάθεσης (απευθείας ανάθεση, χωρίς δημοσιοποίηση πρόσκλησης), αλλά και, όπως υποστηρίζεται, στο στάδιο της υπογραφής της σύμβασης κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων (εφαρμογή ΚΗΜΔΗΣ, ΕΣΗΔΗΣ, προσκόμιση δικαιολογητικών κατακύρωσης κ.λπ.).
Για την ενεργοποίηση της δυνατότητας που τους παρέχεται, οι αναθέτουσες αρχές οι οποίες εμπίπτουν στο εξαιρετικό αυτό πλαίσιο και πληρούν τις προϋποθέσεις αυτού, λαμβάνουν τη σχετική απόφαση μέσω του διοικούντος οργάνου τους, επικαλούμενες, παράλληλα, στην εισήγηση και την απόφαση απευθείας ανάθεσης τις εξαιρετικές διατάξεις την εκάστοτε Π.Ν.Π., καθώς και την υπαγωγή τους στις προϋποθέσεις αυτής. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. Α14/2020 Γνώμη της ΕΑΑΔΗΣΥ, οι αναθέτουσες αρχές κατά την αξιολόγηση κάθε μεμονωμένης περίπτωσης πρέπει να διαπιστώνουν την σωρευτική συνδρομή των εξής κριτηρίων: α) να συντρέχουν απρόβλεπτα γεγονότα, β) να διαπιστώνεται κατεπείγουσα κατάσταση που δεν επιτρέπει την τήρηση των γενικών προθεσμιών, γ) να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του απρόβλεπτου γεγονότος και του κατεπείγοντος χαρακτήρα και δ) να λαμβάνει χώρα χρήση των εργαλείων που προβλέπουν οι Π.Ν.Π. μόνο για την κάλυψη του κενού μέχρις ότου καταστεί δυνατή η προσφυγή σε σταθερότερες λύσεις.
ΙΙ. Δυνατότητα προδικαστικής προστασίας στις διαδικασίες απευθείας ανάθεσης υπηρεσιών και προμηθειών βάσει των Π.Ν.Π.
Όπως ήταν αναμενόμενο, πλείστες αναθέτουσες αρχές αξιοποίησαν το εξαιρετικό πλαίσιο για την απευθείας ανάθεση υπηρεσιών και προμηθειών. Ωστόσο, σύντομα τέθηκε το ζήτημα ως προς το τι ισχύει όσον αφορά στην παροχή έννομης προστασίας αναφορικά με τις συμβάσεις που ανατίθεται σε οικονομικούς φορείς κατ’ εφαρμογή των Π.Ν.Π. Ιδίως δημιουργήθηκε το ερώτημα, εάν οι καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδικασίες ανάθεσης, οι οποίες διεξάγονται κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 4412/2016, υπάγονται στις διατάξεις αυτού, όσον αφορά στην επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κατά το προσυμβατικό στάδιο εξ αφορμής της διαδικασίας ανάθεσης και συγκεκριμένα αν υφίσταται ή όχι η δυνατότητα άσκησης προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της Α.Ε.Π.Π. κατά αποφάσεων με τις οποίες λαμβάνει χώρα απευθείας ανάθεση.
Εν όψει του κατεπείγοντος χαρακτήρα που επέβαλε την εισαγωγή των εξαιρετικών διατάξεων για την απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, υποστηρίχθηκε ότι θα ήταν αντίθετη στη ratio εισαγωγής των διατάξεων αυτών τόσο η παροχή δυνατότητας άσκησης προδικαστικών προσφύγων μετά την ανάδειξη αναδόχου όσο και η υποβολή αιτήματος αναστολής των αποφάσεων περί απευθείας ανάθεσης, για τον λόγο ότι μια τέτοια δυνατότητα θα καθυστερούσε σημαντικά την παροχή των ζητούμενων υπηρεσιών και θα καθιστούσε, εν τέλει, αλυσιτελή την κατ’ εξαίρεση ρύθμιση των Π.Ν.Π.
Στον αντίποδα των ως άνω επιχειρημάτων εκφράστηκε η άποψη ότι αφής στιγμής η αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε δημοσιοποίηση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την υποβολή προσφορών -εφαρμόζοντας, ωστόσο, την εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δυνάμει των Π.Ν.Π.- θα πρέπει, με κάποιο τρόπο, οι συμμετέχοντες και υποβάλλοντες προσφορά να αμυνθούν σε τυχόν πλημμέλειες ή αυθαιρεσίες της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής.
Επιπλέον, σοβαρές επιφυλάξεις εκφράστηκαν και σε σχέση με τη συμβατότητα του έκτακτου αυτού πλαισίου με το ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, στην υπ’ αριθ. Α21/2020 Γνώμη που διατύπωσε η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.) για την κύρωση των από 13.04.2020 και 01.05.2020 Π.Ν.Π., σχετικά με την “υβριδική” διαδικασία απευθείας ανάθεσης, όπως την κατονομάζει, η Αρχή τόνισε ότι η επιλογή του νομοθέτη να προσφεύγει στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση των κείμενων ρυθμίσεων περί δημοσίων συμβάσεων, χωρίς να διακρίνει εάν πρόκειται για συμβάσεις άνω των ορίων και κάτω των ορίων, εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. Κι αυτό διότι στις συμβάσεις άνω των ορίων και ως προς τη διαδικασία ανάθεσης, εφαρμογή έχουν αποκλειστικά οι διατάξεις των ευρωπαϊκών Οδηγιών, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στο ν. 4412/2016. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής, σε συμβάσεις άνω των ορίων, εξαιρετικές ή ειδικές ρυθμίσεις που προσκρούουν στο ενωσιακό δίκαιο, οι οποίες δύνανται να εφαρμόζονται μόνο σε συμβάσεις κάτω των ορίων, τονίζοντας, σε κάθε περίπτωση, ότι οι αναθέτουσες αρχές, ακόμη και στις συμβάσεις κάτω των ορίων, οι οποίες συνδέονται με την καταπολέμηση του κορονοϊού, μπορούν να κάνουν χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση του άρθρου 32 παρ. 2 περ. γ’, με τήρηση των οριζόμενων προϋποθέσεων.
ΙΙΙ. Νομολογία της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (Α.Ε.Π.Π.)
Θέση στην ως άνω διχογνωμία πήρε η ΑΕΠΠ, η οποία σε πρόσφατη νομολογία της (απόφαση με αριθμό 387/2020 της 03.04.2020 του πρώτου κλιμακίου της Αρχής) υποστήριξε τη μη εφαρμογή του ν. 4412/2016 στις διαδικασίες απευθείας αναθέσεις βάσει των Π.Ν.Π.
Συγκεκριμένα, η ΑΕΠΠ τονίζοντας τον κατεπείγοντα χαρακτήρα των ρυθμίσεων αποφάνθηκε ότι, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 26 της Π.Ν.Π. της 14.3.2020 πρόκειται για διαδικασία απευθείας ανάθεσης του άρ. 118 Ν. 4412/2016, η οποία εφαρμόζεται κατά παρέκκλιση κάθε σχετικής διάταξης της οικείας νομοθεσίας για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.
Όσον αφορά στο κρίσιμο ζήτημα, το πρώτο κλιμάκιο της Αρχής τοποθετήθηκε ξεκάθαρα αποφαινόμενο ότι στο πλαίσιο της απευθείας ανάθεσης βάσει των Π.Ν.Π., δεν γεννώνται δικαιώματα των τυχόν προσκαλουμένων οικονομικών φορέων, καθώς η αναθέτουσα αρχή ναι μεν δύναται προς βέλτιστη διασφάλιση των συμφερόντων της να καλεί περισσότερους οικονομικούς φορείς, ώστε να επιλέξει μεταξύ τους, ουδόλως όμως τούτο είναι υποχρεωτικό για την ίδια, εφόσον έχει ανέλεγκτη και απεριόριστη ευχέρεια να προβεί σε απευθείας ανάθεση της σύμβασης σε οιονδήποτε οικονομικό φορέα κρίνει η ίδια.
Εν ολίγοις, η αναθέτουσα αρχή θα μπορούσε να καλέσει μόνο έναν οικονομικό φορέα της επιλογής της ή να μην διενεργήσει οιαδήποτε διαδικασία επιλογής. Το γεγονός ότι οικειοθελώς και προς διευκόλυνσή της προέβη σε δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την υποβολή προσφορών δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι παρέχεται στους συμμετέχοντες οικονομικούς φορείς η έννομη προστασία κατά το Βιβλίο IV του N. 4412/2016 περί διεκδίκησης της οικείας ανάθεσης στον ίδιο. Κι αυτό “διότι, προβλέποντας η ως άνω διάταξη απευθείας ανάθεση, αναίρεσε εξαρχής οιοδήποτε έννομο δικαίωμα οικονομικού φορέα στην ανάθεση αυτή, αφού η αναθέτουσα ούτως ή άλλως κατ’ ανέλεγκτη κρίση της επιλέγει ανάδοχο και άρα, κατά ίδια ανέλεγκτη κρίση της θεσπίζει τους όρους για την επιλογή του. Θα ήταν, εξάλλου παράλογο, από τη μία πλευρά η αναθέτουσα να δύναται να επιλέξει ανάδοχο άνευ οιασδήποτε διαδικασίας και από την άλλη να περιορίζεται ως προς τους τυχόν όρους της διαδικασίας επιλογής του, την οποία η ίδια θα επέλεγε να διεξαχθεί, αντί άμεσης και άνευ διαδικασίας, ανάθεσης. [..]”.
Εν προκειμένω, η Αρχή κατέληξε ότι η προδικαστική προσφυγή ασκήθηκε απαραδέκτως κρίνοντας ότι η αναθέτουσα αρχή, που εφαρμόζει την απευθείας ανάθεση που προβλέπεται στην εν λόγω Π.Ν.Π., δεν εφαρμόζει αναλογικά τον ν. 4412/2016, όσον αφορά στο στάδιο των προδικαστικών προσφυγών των οικονομικών φορέων, ακόμα και αν προβεί στη δημοσίευση πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών, με το σκεπτικό ότι θα ήταν παράλογο η αναθέτουσα αρχή να περιορίζεται ως προς τους όρους της διαδικασίας, ενώ έχει απροϋπόθετο δικαίωμα να προβεί στην απευθείας ανάθεση.
Contra στις ως άνω διαπιστώσεις του 1ου Κλιμακίου της ΑΕΠΠ φαίνεται να κινείται νεότερη νομολογία του δευτέρου κλιμακίου της Αρχής.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 558/2020 απόφαση της Αρχής κρίθηκε ότι αφής στιγμής η αναθέτουσα αρχή δεν προέβη σε απευθείας ανάθεση του άρθρου 118 του ν. 4412/2016 (όπως είχε την ευχέρεια να κάνει), αλλά προτίμησε να καλέσει περισσότερους οικονομικούς φορείς σε διαπραγμάτευση δημοσιεύοντας τη σχετική πρόσκληση, κατ’ άρθρο 26 του Ν. 4412/2016, υφίσταται δέσμευση της αναθέτουσας αρχής να τηρήσει την εν λόγω διαδικασία (εν. του άρθρου 26), η οποία υπάγεται στον έλεγχο και τη δικαιοδοσία της ΑΕΠΠ, καθώς και ότι υφίστανται προστατευτέα δικαιώματα για τους συμμετέχοντες οικονομικούς φορείς, κατά το Βιβλίο IV (άρθρο 360 του N. 4412/2016).
Σύμφωνα με τη νομολογία του δεύτερου κλιμακίου της ΑΕΠΠ, οι Π.Ν.Π. ναι μεν όρισαν εξαιρετικώς τη διαδικασία απευθείας ανάθεσης πέραν των οικονομικών ορίων του άρθρου 118 του ν. 4412/2016, ουδόλως, όμως, προέβλεψαν παρέκκλιση από τη δικονομική διαδικασία άσκησης και εξέτασης προδικαστικών προσφυγών. Δεν υφίσταται, επομένως, ρητή εξαίρεση από το καθεστώς έννομης προστασίας του Βιβλίου IV του Ν. 4412/2016 αναφορικά με την έννομη προστασία των οικονομικών φορέων, των οποίων θίγονται τα έννομα αγαθά κατά την ανάθεση συμβάσεων με απευθείας ανάθεση.
Άλλωστε, όπως τονίζει η απόφαση, μια τέτοια ρητή παρέκκλιση σε καμία περίπτωση δε δύναται να γίνει αποδεκτή, καθώς “θα παραβίαζε το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο των λεγόμενων “Δικονομικών Οδηγιών”, Οδηγία 89/665/ΕΟΚ και 2007/66/ΕΚ, αναφορικά με την επιταγή αποτελεσματικής διεκπεραίωσης των διαφορών που προκύπτουν από διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, αλλά και της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, ως αυτές οι Οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με το Ν. 4412/2016”.
Αντιστοίχως, όσον αφορά στο ανασταλτικό αποτέλεσμα της άσκησης της προδικαστικής προσφυγής στις περιπτώσεις εφαρμογής των εξαιρετικών διατάξεων για απευθείας ανάθεση, η Αρχή με την υπ’ αριθμ. Α137/2020 απόφαση του δεύτερου κλιμακίου της διαπιστώνει τα ακόλουθα:
Στην παράγραφο 2 περ. α) του άρθρου 364 του ν. 4412/2016 σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται προηγούμενη δημοσίευση της προκήρυξης, η προθεσμία για την άσκηση της προδικαστικής προσφυγής, όπως και η άσκηση αυτής δεν κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης. Κατ’ επέκταση, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι στις περιπτώσεις εφαρμογής του εξαιρετικού καθεστώτος των Π.Ν.Π. δεν υφίσταται υποχρέωση δημοσίευσης πρόσκλησης (ούτε προκήρυξης), συνάγεται σαφώς ότι η άσκηση προδικαστικής προσφυγής από έναν οικονομικό φορέα δεν έχει, αυτοδικαίως, ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Εντούτοις, η απόφαση επισημαίνει ότι από τις εξαιρετικές διατάξεις των Π.Ν.Π. δεν συνάγεται απαγόρευση για την Αρχή να διατάσσει, ύστερα από αίτημα του προσφεύγοντος ή και αυτεπαγγέλτως, την αναστολή της απόφασης της αναθέτουσας αρχής και τη λήψη προσωρινών μέτρων, κατ’ άρθρο 366 παρ. 1 και 2 του ν. 4412/2016. Με το σκεπτικό αυτό, η απόφαση δέχεται ότι η επίδικη απευθείας ανάθεση βάσει της Π.Ν.Π. δεν εκφεύγει του νομοθετικού καθεστώτος των δημοσίων συμβάσεων, κάνοντας μάλιστα δεκτή την αίτηση αναστολής του οικονομικού φορέα, καταλήγοντας ότι πληρούται η ratio της διάταξης για την χορήγηση της αναστολής (βλ. και απόφαση υπ’ αριθμ. Α142/2020 του 3ου Κλιμακίου της ΑΕΠΠ, η οποία, επίσης, κάνει δεκτή την αίτηση αναστολής)
ΙV. Αντί επιλόγου
Όπως έχει επισημανθεί και σε σχετική γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. (υπ’ αριθμ. Α14/2020), δεν προκύπτει με σαφήνεια, κι ως εκ τούτου μπορεί να προκληθεί σύγχυση και ερμηνευτικά προβλήματα, ποιες είναι οι διατάξεις από τις οποίες εισάγεται, δυνάμει του εξαιρετικού κανονιστικού πλαισίου των Π.Ν.Π., παρέκκλιση. Ειδικότερα, τίθεται ζήτημα εάν εισάγεται παρέκκλιση από κάθε σχετική διάταξη της κείμενης νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων ή παρέκκλιση και από άλλες τυχόν εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις (όπως, ενδεικτικά, η αρμοδιότητα προσυμβατικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η υποχρέωση ανάρτησης στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ κ.ά.). Η σύγχυση του εφαρμοστή του δικαίου ως προς τα ερμηνευτικά ζητήματα που ανακύπτουν και τις διαδικασίες που τηρούνται ενδέχεται να οδηγήσει σε καθυστέρηση ολοκλήρωσης των διαδικασιών ανάθεσης, αναιρώντας τον σκοπό του εξαιρετικού αυτού καθεστώτος για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι ως άνω ερμηνευτικές δυσχέρειες απασχόλησαν έντονα και την ΑΕΠΠ, η οποία δεν φαίνεται ακόμα να έχει κατασταλάξει νομολογιακά ως προς τη δυνατότητα προδικαστικής προστασίας των οικονομικών φορέων κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας απευθείας ανάθεσης βάσει των Π.Ν.Π.
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, η παράμετρος της συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο που έθεσε, ορθώς, η απόφαση 558/2020 του 2ου κλιμακίου, θα ληφθεί σοβαρά υπόψη από τις μεταγενέστερες αποφάσεις της Αρχής, γέρνοντας την πλάστιγγα προς την υποστήριξη της νομολογιακής τάσης εφαρμογής του ν. 4412/2016 και παροχής προδικαστικής προστασίας στους συμμετέχοντες φορείς, ιδίως όσον αφορά στην ανάθεση συμβάσεων άνω των ορίων.
Άλλωστε, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η υπ’ αριθ. Α14/2020 γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., η οποία υπογραμμίζει ότι κάθε παρέκκλιση από τις εθνικές διατάξεις πρέπει να περιορισθεί μόνο στις συμβάσεις, των οποίων η προϋπολογιζόμενη αξία δεν υπερβαίνει τα κατώτατα όρια εφαρμογής των Οδηγιών, σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως παρέκκλιση από τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.
Αξίζει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι οι διαδικασίες παροχής ένδικης προστασίας των οικονομικών φορέων κατά το προσυμβατικό στάδιο δεν πρέπει να φτάνουν στο σημείο να αναιρούν τον ίδιο τον σκοπό εισαγωγής αυτών των εξαιρετικών διατάξεων: την κάλυψη άμεσων, κατεπειγουσών αναγκών των αναθετουσών αρχών για λόγους δημόσιας υγείας και ασφάλειας. Θα πρέπει, κατ’ επέκταση, να καταβάλλεται προσπάθεια αφενός από τις αναθέτουσες αρχές να μην καταλύονται πλήρως θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου, όπως η αρχή της διαφάνειας και η αρχή του ανταγωνισμού, σταθμίζοντας, παράλληλα, την αμεσότητα και την αναγκαιότητα της προμήθειας ή υπηρεσίας, αφετέρου, οι οικονομικοί φορείς να μην μετέρχονται καταχρηστικών πρακτικών ούτε να προβαίνουν στην άσκηση αβάσιμων, ανεπέρειστων ή αλυσιτελών ενδίκων βοηθημάτων, με απώτερο σκοπό να εκβιάσουν καταστάσεις και να επιτύχουν, εξαιτίας της αδυναμίας της αναθέτουσας αρχής να λάβει άμεσα τις ζητούμενες υπηρεσίες ή να προμήθειες, να τους αναθέσει τμήμα των ζητούμενων υπηρεσιών.
Αναμένουμε την τάση που θα επικρατήσει στη Νομολογία της ΑΕΠΠ και των διοικητικών δικαστηρίων επί των ανωτέρω, εξαιρετικής εφαρμογής διατάξεων, που παρά το βραχύχρονο της εφαρμογής τους, γεννούν εξαιρετικά ενδιαφέροντα ερμηνευτικά ζητήματα στο πλαίσιο του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων.